Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vulcanien vulcaniens
θηλυκό vulcanienne vulcaniennes

  Επίθετο επεξεργασία

vulcanien (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη volcan