vulcain
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vulcain < Vulcain < λατινική Vulcanus, θεός της φωτιάς (στην ελληνική μυθολογία ισοδυναμεί με τον Ήφαιστο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vulcain | vulcains |
vulcain (fr) αρσενικό
- είδος πεταλούδας με κόκκινα και μαύρα φτερά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη volcan