vojaĝkosto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vojaĝkosto | vojaĝkostoj |
αιτιατική | vojaĝkoston | vojaĝkostojn |
vojaĝkosto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vojaĝkosto | vojaĝkostoj |
αιτιατική | vojaĝkoston | vojaĝkostojn |
vojaĝkosto (eo)