voĉkordo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vot͡ʃˈkoɾ.do/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | voĉkordo | voĉkordoj |
αιτιατική | voĉkordon | voĉkordojn |
voĉkordo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | voĉkordo | voĉkordoj |
αιτιατική | voĉkordon | voĉkordojn |
voĉkordo (eo)