Ετυμολογία

επεξεργασία
vigla < vigl + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική vigla viglaj
αιτιατική viglan viglajn

vigla (eo)

ŝia propono provokis viglan debaton - η πρότασή του προκάλεσε ζωηρή συζήτηση