vienano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vienano | vienanoj |
αιτιατική | vienanon | vienanojn |
vienano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vienano | vienanoj |
αιτιατική | vienanon | vienanojn |
vienano (eo)