vidvo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidvo | vidvoj |
αιτιατική | vidvon | vidvojn |
vidvo (eo)
- ο χήρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidvo | vidvoj |
αιτιατική | vidvon | vidvojn |
vidvo (eo)