Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vidv- < λατινική vidua, ιταλική vedova, ρωσική вдoвa, πολωνική wdowa, γερμανική Witwe, αγγλική widow

  Ρίζα επεξεργασία

vidv- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: χηρεία

Παράγωγα επεξεργασία