wdowa
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
wdowa (pl) θηλυκό
- η χήρα
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- συντάσσεται με την πρόθεση po και τοπική (miejscownik)
- wdowa po kimś - χήρα κάποιου
wdowa (pl) θηλυκό