ενικός         πληθυντικός  
widow widows

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

widow (en)

  • ο χήρος, η χήρα
    ⮡  She married a widow at an older age.
    Παντρεύεται σε μεγάλη ηλικία έναν χήρο.