Ετυμολογία

επεξεργασία
Η λέξη εμφανίζεται στις αρχές του 16ου αιώνα, σε τίτλους τραγουδιών. Η προέλευση της λέξης δεν έχει ακόμη γίνει κοινώς αποδεκτή. Σύμφωνα με μια πρώτη υπόθεση, θα προερχόταν ίσως από την έκφραση « voix de ville » (η φωνή της πόλης). Σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση, θα ήταν μια εφαρμογή του νορμανδικού vaudevire (είδος τραγουδιού) που θα προερχόταν κι αυτό από τη σύνθεση των ρημάτων vauder (γυρνώ) και virer. Σύμφωνα με μια τρίτη υπόθεση, η λέξη εμφανίζεται για πρώτη φορά στο « vaux de Vire », μια περιοχή του Calvados απ' όπου κατάγεται ο συνθέτης τραγουδιών .

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɔd.vil/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vaudeville vaudevilles

vaudeville (fr) αρσενικό

  1. ελαφρά κωμωδία που χρησιμοποιεί μεθόδους όπως οι περίπλοκες ίντριγκες και η χρήση των απρόσμενων παρεξηγήσεων
    (μεταφορικά) J’ai vu jouer déjà pour moi le vaudeville ignoble de l’héritière, adorée pour ses millions. (Honoré de Balzac, ', 1844)
    είδα να παίζουν και για μένα το ελεεινό βοντεβίλ της κληρονόμου, την οποία λατρεύουν για τα εκατομμύριά της
  2. (παρωχημένο) χαρούμενο τραγούδι, στην αρχή βακχικό, αργότερα σατυρικό
    chanter un vaudeville - τραγουδώ ένα βοντεβίλ
  3. (παρωχημένο) θεατρικό έργο όπου οι διάλογοι εναλλάσσονται με στίχους πάνω σε μουσική βοντεβίλ (δειτε τον παραπάνω ορισμό) ή προέρχονται από opéra comique
    jouer un vaudeville - παίζω ένα βοντεβίλ

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία