vasteco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vasteco | vastecoj |
αιτιατική | vastecon | vastecojn |
vasteco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vasteco | vastecoj |
αιτιατική | vastecon | vastecojn |
vasteco (eo)