vaquer
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
vaquer (fr)
- παραμένω κενός (λέγεται για μια θέση, κ.λπ.)
- Ce poste vaque par la mort de son précédent occupant. : αυτή η θέση παραμένει κενή μετά το θάνατο αυτού που την κατείχε.
- αργώ (για τα δικαστήρια, όταν σταματούν για κάποιο χρονικό διάστημα)
- Les Cours d'appel vaquent. : τα εφετεία αργούν (έχουν διακοπές).
vaquer à :
- ασχολούμαι με κάτι
- Il vaque à ses occupations. : ασχολείται με τα καθήκοντά του.