vaguemestre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vaguemestre | vaguemestres |
vaguemestre (fr) αρσενικό
- υπαξιωματικός γραμματοκομιστής στον στρατό ξηράς
- δίοπος (υπαξιωματικός του ναυτικού) γραμματοκομιστής σε πολεμικό πλοίο