Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaɡ.mɛstʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vaguemestre vaguemestres

vaguemestre (fr) αρσενικό

  1. υπαξιωματικός γραμματοκομιστής στον στρατό ξηράς
  2. δίοπος (υπαξιωματικός του ναυτικού) γραμματοκομιστής σε πολεμικό πλοίο