vacanță
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvacanță (ro) θηλυκό
- οι διακοπές
Κλίση
επεξεργασία κλίση του vacanță
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o vacanță | vacanța | nişte vacanțe | vacanțele |
γενική | a unei vacanțe | vacanței | a unor vacanțe | vacanțelor |
δοτική | unei vacanțe | vacanței | unor vacanțe | vacanțelor |
αιτιατική | o vacanță | vacanța | nişte vacanțe | vacanțele |
κλητική | — | - | — | - |