vêlage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vêlage | vêlages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
vêlage (fr) αρσενικό
- ο τοκετός μιας αγελάδας
- (γεωγραφία) γκρέμισμα ενός μεγάλου τμήματος παγετώνα που προκαλεί τη δημιουργία παγόβουνων
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη vêler