Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
vêlement
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
vêlement
vêlements
Ουσιαστικό
επεξεργασία
vêlement
(fr)
αρσενικό
(
σπάνιο
) η
γέννα
της
αγελάδας
→
δείτε
τη λέξη
vêlage