uzmaniero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzmaniero | uzmanieroj |
αιτιατική | uzmanieron | uzmanierojn |
uzmaniero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzmaniero | uzmanieroj |
αιτιατική | uzmanieron | uzmanierojn |
uzmaniero (eo)