Ετυμολογία

επεξεργασία
maniero < manier + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική maniero manieroj
αιτιατική manieron manierojn

maniero (eo)

necesas ŝanĝo en la maniero pensi, χρειάζεται αλλαγή του τρόπου σκέψης