uzebleco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzebleco | uzeblecoj |
αιτιατική | uzeblecon | uzeblecojn |
uzebleco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzebleco | uzeblecoj |
αιτιατική | uzeblecon | uzeblecojn |
uzebleco (eo)