unsafe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unsafe |
συγκριτικός | unsafer / more unsafe |
υπερθετικός | unsafest / most unsafe |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunsafe (en)
Πηγές
επεξεργασία- unsafe - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 328. ISBN 9780194325684., λήμμα: επισφαλής