παραθετικά
θετικός unsafe
συγκριτικός unsafer / more unsafe
υπερθετικός unsafest / most unsafe

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unsafe < un- + safe

  Επίθετο

επεξεργασία

unsafe (en)

  • επισφαλής, επίφοβος, μη ασφαλής, επικίνδυνος
    ⮡  The building is unsafe after the earthquake.
    Το κτίριο είναι επισφαλές μετά το σεισμό.
    ⮡  The bridge is unsafe.
    Η γέφυρα είναι επισφαλής.
    ⮡  The balcony looks unsafe.
    Το μπαλκόνι φαίνεται επίφοβο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dangerous
     αντώνυμα: safe