παραθετικά
θετικός unreasonable
συγκριτικός more unreasonable
υπερθετικός most unreasonable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unreasonable < un- + reasonable

  Επίθετο

επεξεργασία

unreasonable (en)

  • παράλογος, που δεν είναι δίκαιο και περιμένει πάρα πολλά
    ⮡  He has unreasonable demands.
    Έχει παράλογες απαιτήσεις.