ενικός         πληθυντικός  
typhoon typhoons

Ετυμολογία

επεξεργασία
typhoon < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική tufão < αραβική طُوفَان (ṭūfān) < σινική γλώσσα όπως η κινεζική 大風 (dàfēng).
Συγκρίνετε με τον μυθολογικό Typhon < λατινική typhon < αρχαία ελληνική Τυφῶν.

Ουσιαστικό

επεξεργασία