Ετυμολογία

επεξεργασία
trovebla < trov- + -ebl- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική trovebla troveblaj
αιτιατική troveblan troveblajn

trovebla (eo)

oni povas en ĝi legi interesajn, kutime ne troveblajn, novaĵojn
μπορεί κανείς να διαβάσει εκεί ενδιαφέροντα νέα, τα οποία συνήθως δεν μπορούν να βρεθούν (αλλού)