triono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | triono | trionoj |
αιτιατική | trionon | trionojn |
triono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | triono | trionoj |
αιτιατική | trionon | trionojn |
triono (eo)