tribunalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tribunalo | tribunaloj |
αιτιατική | tribunalon | tribunalojn |
tribunalo (eo)
- το δικαστήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tribunalo | tribunaloj |
αιτιατική | tribunalon | tribunalojn |
tribunalo (eo)