tranoktebleco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tranoktebleco | tranokteblecoj |
αιτιατική | tranokteblecon | tranokteblecojn |
tranoktebleco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tranoktebleco | tranokteblecoj |
αιτιατική | tranokteblecon | tranokteblecojn |
tranoktebleco (eo)