Ετυμολογία

επεξεργασία
torride < λατινική torridus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɔ.ʁid/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
torride torrides

torride (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. καυτερός, καυτός
  2. (μεταφορικά) αισθησιακός, φλογερός