Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
torride
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
torride
<
λατινική
torridus
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
tɔ.ʁid
/
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
torride
torrides
torride
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
καυτερός
,
καυτός
(
μεταφορικά
)
αισθησιακός
,
φλογερός