Ετυμολογία

επεξεργασία
top-level < top + level

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
top-level top-levels

top-level (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία