read-eval-print loop
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
read-eval-print loop | read-eval-print loops |
read-eval-print loop (en)
- (προγραμματισμός) διερμηνευτής (interpreter) εντολών όπου ο χρήστης δίνει μία εντολή (κάθε φορά) και ο διερμηνευτής αφού την διαβάσει (read) την επεξεργάζεται (eval), επιστρέφει το αποτελέσματα (print) και την προτροπή (promp) ότι είναι έτοιμος να δεχθεί νέα εντολή (loop)
- συντομογραφία: REPL
Συνώνυμα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- read-eval-print loop στην αγγλική Βικιπαίδεια