Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

read-eval-print loop < → δείτε τις λέξεις read, eval, print και loop

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
read-eval-print loop read-eval-print loops

read-eval-print loop (en)

  • (προγραμματισμός) διερμηνευτής (interpreter) εντολών όπου ο χρήστης δίνει μία εντολή (κάθε φορά) και ο διερμηνευτής αφού την διαβάσει (read) την επεξεργάζεται (eval), επιστρέφει το αποτελέσματα (print) και την προτροπή (promp) ότι είναι έτοιμος να δεχθεί νέα εντολή (loop)
    συντομογραφία: REPL

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία