TLD
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαTLD (en) αρκτικόλεξο
- (διαδίκτυο) συντομογραφία: top-level domain
- ※ A TLD is the final component of a domain name, for example, "org" in developer.mozilla.org [1]
- Το TLD είναι το τελευταίο συστατικό ενός ονόματος τομέα, για παράδειγμα, "org" στο developer.mozilla.org (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ TLD often serves as a clue to the purpose, ownership, or nationality of a website [1]
- Το TLD χρησιμεύει συχνά ως ένδειξη για τον σκοπό, την ιδιοκτησία ή την εθνικότητα ενός ιστότοπου (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ TLDs tell users the general purpose of the service behind the domain name [2]
- Τα TLD λένε στους χρήστες τον γενικό σκοπό της υπηρεσίας πίσω από το όνομα τομέα (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ A TLD is the final component of a domain name, for example, "org" in developer.mozilla.org [1]
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- TLD στην αγγλική Βικιπαίδεια
- κατάλογος των TLD στην αγγλόφωνη ΒΠ: List of Internet top-level domains
- οι TLD κωδικοί της IANA: Root Zone Database