tono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tono | tonoj |
αιτιατική | tonon | tonojn |
tono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tono | tonoj |
αιτιατική | tonon | tonojn |
tono (eo)