Ετυμολογία

επεξεργασία
thuriféraire < λατινική thuriferarius

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ty.ʁi.fe.ʁɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
thuriféraire thuriféraires

thuriféraire (fr) αρσενικό ή θηλυκό