Δείτε επίσης: text message
ενεστώτας text-message
γ΄ ενικό ενεστώτα text-messages
αόριστος text-messaged
παθητική μετοχή text-messaged
ενεργητική μετοχή text-messaging

  Ετυμολογία

επεξεργασία
text-message < text + message

text-message (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) στέλνω μήνυμα, στέλνω γραπτό μήνυμα με κινητό τηλέφωνο
    ⮡  I text-messaged him telling him we’re waiting at the bar.
    Του έστειλα μήνυμα να του πω πως περιμένουμε στο μπαρ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη text