tertremo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tertremo | tertremoj |
αιτιατική | tertremon | tertremojn |
tertremo (eo)
- ο σεισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tertremo | tertremoj |
αιτιατική | tertremon | tertremojn |
tertremo (eo)