ενικός         πληθυντικός  
tenant tenants

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tenant (en)

  1. ο νοικάρης, ο ενοικιαστής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη renter
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tenant tenants
θηλυκό tenante tenantes

  Επίθετο

επεξεργασία

tenant (fr)