tegmento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teɡˈmen.to/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tegmento | tegmentoj |
αιτιατική | tegmenton | tegmentojn |
tegmento (eo)
- η στέγη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tegmento | tegmentoj |
αιτιατική | tegmenton | tegmentojn |
tegmento (eo)