tasko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tasko | taskoj |
αιτιατική | taskon | taskojn |
tasko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tasko | taskoj |
αιτιατική | taskon | taskojn |
tasko (eo)