ενεστώτας talk down
γ΄ ενικό ενεστώτα talks down
αόριστος talked down
παθητική μετοχή talked down
ενεργητική μετοχή talking down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
talk down < → δείτε τις λέξεις talk και down

talk down (en)

  • (μεταβατικό) μειώνω, κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο σημαντικό ή επιτυχημένο από ό,τι πραγματικά είναι
    ⮡  Don’t talk down your achievements.
    Μη μειώσεις τα επιτεύγματά σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη minimize