ŝvito
(Ανακατεύθυνση από sxvito)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝvito | ŝvitoj |
αιτιατική | ŝviton | ŝvitojn |
ŝvito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝvito | ŝvitoj |
αιτιατική | ŝviton | ŝvitojn |
ŝvito (eo)