ενεστώτας swear off
γ΄ ενικό ενεστώτα swears off
αόριστος swore off
παθητική μετοχή sworn off
ενεργητική μετοχή swearing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
swear off < → δείτε τις λέξεις swear και off

swear off (en)