swear off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | swear off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swears off |
αόριστος | swore off |
παθητική μετοχή | sworn off |
ενεργητική μετοχή | swearing off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαswear off (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) ορκίζομαι να κόψω κάτι, υπόσχομαι ότι δεν θα ξανακάνω ή δεν θα ξαναχρησιμοποιήσω κάτι
- ⮡ He swore off smoking/alcohol.
- Ορκίστηκε να κόψει το τσιγάρο/το αλκοόλ.
- ⮡ He swore off smoking/alcohol.