Ετυμολογία

επεξεργασία
surrogate < λατινική surrogatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του surrogare, παραλλαγής του subrogare < sub (υπό) + rogare (ζητώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sʌɹəɡɨt/ (ουσιαστικό και επίθετο)
ΔΦΑ : /ˈsʌɹəɡeɪt/ (ρήμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

surrogate (en)

  1. το υποκατάστατο (συνήθως ενός προσώπου, θέσης ή ρόλου)
  2. θετός γονέας
  3. (κυρίως στο ΗΒ) βοηθός επισκόπου που χορηγεί άδεις γάμου
  4. (νομικός όρος) (στις ΗΠΑ) A judicial officer of limited jurisdiction, who administers matters of probate and intestate succession and, in some cases, adoptions.
    ⮡  A surrogate or surrogate key is a unique identifier for either an entity in the modeled world or an object in the database.

  Επίθετο

επεξεργασία

surrogate (en)

  1. θετός
  2. που λειτουργεί ως υποκατάστατο

surrogate (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

surrogate (en)

  • πληθυντικός θηλυκού γένους του surrogato