surfait
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- surfait < surfaire
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surfait | surfaits |
θηλυκό | surfaite | surfaites |
surfait (fr)
- (σχετικά με τη φήμη που έχει κάποιος, με την εικόνα που έχει αφήσει στους άλλους) υπερβολικός