surfaix
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
surfaix | surfaix |
surfaix (fr) αρσενικό
- τμήμα της ιπποσκευής που επιτρέπει τη διατήρηση ενός φορτίου στην πλάτη ενός ζώου
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
surfaix | surfaix |
surfaix (fr) αρσενικό