Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

surfaix < sur- + faix

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
surfaix surfaix

surfaix (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία