Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
faix
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
Επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
faix
faix
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
faix
(fr)
αρσενικό
(
παρωχημένο
ή
λογοτεχνικό
) υπερβολικό
φορτίο
καθίζηση
μιας νεόκτιστης
οικοδομής
Σύνθετα
Επεξεργασία
arrière-faix
portefaix
surfaix