sunbrunigita
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sunbrunigita | sunbrunigitaj |
αιτιατική | sunbrunigitan | sunbrunigitajn |
sunbrunigita (eo)
- μαυρισμένος από τον ήλιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sunbrunigita | sunbrunigitaj |
αιτιατική | sunbrunigitan | sunbrunigitajn |
sunbrunigita (eo)