sukurado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukurado | sukuradoj |
αιτιατική | sukuradon | sukuradojn |
sukurado (eo)
- η παροχή των πρώτων βοηθειών
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukurado | sukuradoj |
αιτιατική | sukuradon | sukuradojn |
sukurado (eo)