stretch out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stretch out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stretches out |
αόριστος | stretched out |
παθητική μετοχή | stretched out |
ενεργητική μετοχή | stretching out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstretch out (en)
- απλώνομαι, ξαπλώνω φαρδύς-πλατύς, συνήθως για να χαλαρώσω ή να κοιμηθώ
- ⮡ He stretched out on the sands.
- Απλώθηκε στην αμμουδιά.
- ⮡ He was sitting in the armchair with his legs stretched out.
- Καθόταν στην πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα.
- ⮡ He stretched out on the grass.
- Ξάπλωσε φαρδύς-πλατύς στο γκαζόν.
- ⮡ He was stretched out on the couch.
- Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ.
- ⮡ He stretched out on the sands.
Πηγές
επεξεργασία- stretch out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 96, 598. ISBN 9780194325684., λήμμα: απλώνω, ξαπλώνω