ενεστώτας stretch out
γ΄ ενικό ενεστώτα stretches out
αόριστος stretched out
παθητική μετοχή stretched out
ενεργητική μετοχή stretching out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stretch out < → δείτε τις λέξεις stretch και out

stretch out (en)

  • απλώνομαι, ξαπλώνω φαρδύς-πλατύς, συνήθως για να χαλαρώσω ή να κοιμηθώ
    ⮡  He stretched out on the sands.
    Απλώθηκε στην αμμουδιά.
    ⮡  He was sitting in the armchair with his legs stretched out.
    Καθόταν στην πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα.
    ⮡  He stretched out on the grass.
    Ξάπλωσε φαρδύς-πλατύς στο γκαζόν.
    ⮡  He was stretched out on the couch.
    Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ.