stimulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stimulo | stimuloj |
αιτιατική | stimulon | stimulojn |
stimulo (eo)
- η ενθάρρυνση, η παρότρυνση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη stimul-