splice
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
splice | splices |
splice (en)
- (ναυτικός όρος) ναυτικός κόμπος
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | splice |
γ΄ ενικό ενεστώτα | splices |
αόριστος | spliced |
παθητική μετοχή | spliced |
ενεργητική μετοχή | splicing |
splice (en)