Δείτε επίσης: slice

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
splice splices

splice (en)

ενεστώτας splice
γ΄ ενικό ενεστώτα splices
αόριστος spliced
παθητική μετοχή spliced
ενεργητική μετοχή splicing

splice (en)

  1. συνενώνω
  2. εισάγω γενετικό υλικό, εισάγω κομμάτι DNA
  3. ματίζω